- συμποσούμαι
- (ο ) αμετ. доходить, достигать до...;
τα χρέη μου συμποσούμαινται είς... — мой долги доходят до...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα χρέη μου συμποσούμαινται είς... — мой долги доходят до...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμποσούμαι — συμποσοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, όω, ΜΑ ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια») μσν. αρχ. ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποσῶ / ποσοῦμαι (<… … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
συμποσώ — έω, ΜΑ βλ. συμποσούμαι … Dictionary of Greek